παριστάνω

παριστάνω
και παρασταίνω / παριστάνω και παρίστημι και παριστῶ, -άω, ΝΜΑ
νεοελλ.
1. εικονίζω, εμφανίζω παράσταση, ζωγραφίζω, απεικονίζω (α. «η εικόνα παριστάνει τη Γέννηση τού Χριστού» β. «ανάγλυφον παριστών την Αθηνά»)
2. (για ηθοποιούς) υποδύομαι έναν ρόλο στο θέατρο, υποκρίνομαι, παίζω ρόλο («παράστησε την Αντιγόνη»)
3. υποδεικνύομαι, επιδιώκω να φαίνομαι κάτι που δεν είμαι («μάς παριστάνει τον σπουδαίο»)
4. ανεβάζω θεατρικό έργο στη σκηνή («οι μαθητές θα παραστήσουν τον Αγαμέμνονα»)
5. (και παθ.) (για θεατρικό έργο) παίζομαι («η κωμωδία παραστάθηκε πρώτη φορά στο Εθνικό Θέατρο»)
6. εικονίζω με περιγραφή κατά κάποιο τρόπο, παρουσιάζω, δείχνω, εμφανίζω («για πολύ άγιο τόν παριστάνεις»)
7. μεσ. παρίσταμαι
α) (νομ.) ασκώ υπεράσπιση κάποιου σε δικαστήριο ως δικηγόρος, ως συνήγορος («δεν θα παραστεί συνήγορος στην υπόθεση»
β) είμαι παρών, παρευρίσκομαι
γ) παρουσιάζομαι, υπάρχω
μσν.
1. παρουσιάζω κάποιον μπροστά σε κάποιον, συνιστώ, συστήνω κάποιον («νά μὲ παραστήσετε εἰς αὐτόν», Αραβ. Μύθ.)
2. μέσ. παρουσιάζω τον εαυτό μου, συστήνομαι («λαμβάνω το θάρρος να παρασταθῶ», Αραβ. Μύθ.)
αρχ.
1. στήνω, τοποθετώ κάποιον κοντά σε κάποιον («τοὺς ἱππέας εἰς ἐκάτερον παρέστησε τὸ κέρας», Πολ.)
2. παρουσιάζω μπροστά σε κάποιον («παραστήσει μοι πλείους ή δώδεκα λεγεῶνας ἀγγέλους», ΚΔ)
3. τοποθετούμαι, στέκομαι κοντά ή παραπλεύρως κάπου («θέων δὲ οἱ ἄγχι παρέστη», Ομ. Ιλ.)
4. μέσ. στέκομαι δίπλα ως βοηθός, υπερασπιστής, παραστέκω, υπερασπίζω, προστατεύω
5. μέσ. είμαι με πάθος αφοσιωμένος σε κάτι («ἵπποισι παρεστεῶτες», Ιππ.)
6. έχω έλθει, έχω φθάσει, έφθασα («νῆες δ' έκ Λήμνοιο παρέστασαν οἶνον ἄγουσαι», Ομ. Ιλ.)
7. (η μτχ. παθ. παρακμ.) παρεστηκώς, -υῑα, -ός και αττ. τ. παρεστώς, -ῶσα, -ώς
ο παρών, ο τωρινός, αυτός που βρίσκεται ήδη μπροστά σε κάποιον (α. «ό νῡν παρεστηκὼς ἡμῑν λόγος», Πλάτ.
β. «τοῡ παρεστῶτος θέρους», Σοφ.)
8. (το ουδ. τής μτχ. παθ. παρακμ.) παρεστηκός
(απολ.) αφού ήταν στην εξουσία, στο χέρι κάποιου
9. (για συμβάντα) επίκειμαι, πλησιάζω («παρέστηκε θάνατος καὶ μοῑρα κραταιή», Ομ. Ιλ.)
10. (για χρόνο) έρχομαι, φθάνω («παρέστηκεν ο θερισμός», ΚΔ)
11. συγκρίνω, παραβάλλω («ταῑς πόλεσι παριστάναι μὴ τὰς μικρὰς ταῑς μεγάλαις», Ισοκρ.)
12. συμβαίνω, υπάρχω, παρουσιάζομαι («κακὴ Διὸς αἶσα παρέστη ἡμῑν», Ομ. Ιλ.)
13. φέρνω, παρουσιάζω μπροστά σε κάποιον («παραστησάμενος δύο ἱερεῑα, ἐθύστο τῷ Διί», Ξεν.)
14. μεταβάλλω κάτι σε... («[η πίσσα] τὸν οἶνον εὔποτον παρίστησι», Πλούτ.)
15. μέσ. παρουσιάζω στο δικαστήριο πρόσωπα οικεία στον κατηγορούμενο για να προκαλέσω τον οίκτο τών δικαστών («τοὺς παῑδας παραστησάμενοι», Λυσ.)
16. μέσ. προσχωρώ, συντάσσομαι με τη γνώμη («παραστῆναι εἰς τὴν Περσέων γνώμην», Ηρόδ.)
17. υποχωρώ, υποτάσσομαι («οι πολέμιοι παραστήσονται», Ηρόδ.)
18. (με απρμφ.) βάζω σε κάποιον την ιδέα, εμπνέω κάποιον να... («τοῡτο Ἐπαμεινώνδᾳ παρέστησεν ὀπίσω Θηβαίους ἀπαγαγεῑν»
Παυσ.)
19. μέσ. έρχομαι στον νου κάποιου, παρουσιάζομαι ως ιδέα («δόξα μοι παμεστάθη ναούς ἱκέσθαι», Σοφ.)
20. (απρόσ. με απρμφ. ή με ειδ. πρότ.) α) έρχεται στον νου κάποιου, τού έρχεται η ιδέα, τού κατεβαίνει («εἰ τῶν οἰκετῶν παρέστη μοι μηδὲν φροντίζειν», Λυσ.)
β) φαίνεται σε κάποιον, νομίζει κάποιος («οὐχὶ παρίσταταί μοι ταυτὰ γιγνώσκειν», Δημοσθ.)
21. μέσ. διαθέτω ή πείθω κάποιον για κάτι («παρεστήσατο τὸν νεανίσκον πρὸς τῷ κοινωνεῑν τῷ Περσεῑ τῶν αὐτῶν ἐλπίδων», Πολ.)
22. μέσ. φέρνω κάποιον με τη βία προς το μέρος μου, εξαναγκάζω κάποιον σε κάτι («Ναξίοις δ' ἀποστάσι... ἐπολέμησαν καὶ παρεστήσαντο», Θουκ.)
23. προσελκύω κάποιον, τόν τραβώ με το μέρος μου, τόν παρασύρω σε κάτι («ἱκανοί ἦσαν Πολυκράτεα παραστήσασθαι», Ηρόδ.)
24. (για συγγραφείς, γλύπτες κ.λπ.) περιγράφω, παριστάνω, παρουσιάζω («Όμηρος τὸν Νέστορα παρέστησε πείθοντα», Φιλόδ.)
25. κάνω φανερό κάτι, αποδεικνύω («ταῡτα ἐγὼ πολλοῑς τεκμηρίοις παραστήσω», Λυσ.)
26. δίνω, παραδίνω
27. μέσ. συνέρχομαι, συγκεντρώνω τις δυνάμεις μου («ἀνεθάρρουν καὶ παρίσταντο τῷ καιρῶ πρὸς ἀπολογίαν», Πλούτ.)
28. (το ουδ. πληθ. μτχ. παρακμ. ως ουσ.) τὰ παρεστῶτα
οι σημερινές περιστάσεις, τα τωρινά
29. φρ. α) «προς τὸ παρεστώς» — προς το παρόν, για την ώρα
β) «ἡ γῆ παρέστηκεν» — η γη έφθασε στην εποχή τού θερισμού
γ) «ὅταν ὁ πρώιμος σπόρος παραστή» — όταν ωριμάσει, όταν γίνει ο σπόρος
δ) «παρίστημί τινά τι» — παρουσιάζω κάποιον ως κάτι, δημιουργώ, κάνω κάποιον κάτι
ε) «οἶνος παρίσταται» — το κρασί πίνεται, ωριμάζει
στ) «παρίσταμαί τίνα» — παρουσιάζω κάποιον ως μάρτυρα στο δικαστήριο
ζ) «παρίσταμαί τινα εἰς τὴν κρίσιν» — υποβάλλω κάποιον σε κρίση, σε έλεγχο
η) «παρίσταμαί τινί τινα» — συνιστώ, μιλώ επαινετικά σε κάποιον για έναν άλλο, καλοσυστήνω
θ) «παρίστημί τινί τι» — υποβάλλω, εμπνέω κάτι σε κάποιον
ι) «παρίσταταί τινι» — έρχεται στον νου κάποιου η ιδέα, τού κατεβαίνει η ιδέα
ια) «ἐκ τοῡ παρισταμένου λέγειν» — το να μιλάει κανείς εκ τού προχείρου
ιβ) «παριστάσθω ὅτι» — ας υποτεθεί ότι
ιγ) «παρέστηκα τῶν φρενῶν» — έχασα το λογικό μου, παραφρόνησα
30. (το ουδ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) τὸ παριστάμενον
η ιδέα, αυτό που έρχεται στον νου κάποιου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. παρίστημι < παρ(α)-* + ἵστημι. Ο τ. παριστάνω < παρίστημι κατά τα ρήματα σε -άνω. Ο τ. παρασταίνω < παράστησα, νεώτερο τ. τού αορ. τού παρίστημι, κατά τα ρ. σε -αίνω (πρβλ. ανασταίνω: ανίστημι). Ο τ., τέλος, παριστῶ < παρίστημι κατά τα συνηρημένα σε -άω / - (πρβλ. καθιστῶ: καθίστημι)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • παριστάνω — παριστάνω, παρέστησα και παράστησα βλ. πίν. 104 και πρβλ. παρασταίνω Σημειώσεις: (παριστάνω) παρασταίνω : πολύ λιγότερο εύχρηστος τύπος από το παριστάνω …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • παριστάνω — pres subj act 1st sg παριστάνω pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παριστάνω — βλ. παρασταίνω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παριστάνῃ — παριστάνω pres subj mp 2nd sg παριστάνω pres ind mp 2nd sg παριστάνω pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παριστάνει — παριστάνω pres ind mp 2nd sg παριστάνω pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παριστάνοντα — παριστάνω pres part act neut nom/voc/acc pl παριστάνω pres part act masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παριστάνουσι — παριστάνω pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) παριστάνω pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παριστάνουσιν — παριστάνω pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) παριστάνω pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δειλοσοφίζω — παριστάνω τον σοφό. [ΕΤΥΜΟΛ. < δειλά + σοφίζω] …   Dictionary of Greek

  • παριστανόμενος — παριστάνω pres part mp masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”